- βραδάκι
- τοο χρόνος αμέσως μετά τη δύση του ήλιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραδάκι — το η αρχή του βραδιού, νωρίς το βράδυ: Θα τα πούμε το βραδάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… … Dictionary of Greek
βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα … Dictionary of Greek
δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… … Dictionary of Greek
απόγειο — I απόγειο, το και απόγαιο, το 1. η μέγιστη απόσταση της Σελήνης ή άλλου πλανήτη από τη Γη. 2. το ανώτερο σημείο, η ακμή: Η Αθήνα στα χρόνια του Θεμιστοκλή είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας της. II ο στεριανός αέρας: Το βραδάκι μάς δρόσιζε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρεσκάρω — φρεσκάρισα και φρέσκαρα, φρεσκαρίστηκα, φρεσκαρισμένος (λ. ιταλ.) 1. μτβ., κάνω κάτι νωπό, το κάνω να είναι φρέσκο, του δίνω φρεσκάδα, του δίνω δροσερή εμφάνιση: Βάλε τα φρούτα στο ψυγείο να τα φρεσκάρεις λίγο. 2. ανακαινίζω, μεταποιώ κάτι, ώστε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)